- ενδοδιασκοπία
- η(ιατρ.), μέθοδος εισαγωγής πηγής ακτινών Χ σε φυσικές κοιλότητες του σώματος για ακτινογράφηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.